τζογαδόρος

τζογαδόρος
ο
1) картёжник; 2) тот, кто сдаёт карты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τζογαδόρος" в других словарях:

  • τζογαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που κόβει τα χαρτιά, μπαγκαδόρος 2. συστηματικός, μανιώδης χαρτοπαίκτης 3. (παροιμ. φρ.) «τού τζογαδόρου η μάνα μια μέρα γελά και μια μέρα κλαίει» δηλώνει ότι τα κέρδη από τα τυχερά παιχνίδια είναι εφήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • τζογαδόρος — ο (λ. ιταλ.), μανιώδης χαρτοπαίχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λεπενιώτης, Κώστας — (Λεπενό Ακαρνανίας 1785 – Φουρνά 1815). Κλέφτης και αρματολός των Αγράφων. Ήταν γιος Σαρακατσάνου βοσκού ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αδελφός του Κατσαντώνη. Έδρασε κυρίως στα Άγραφα την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας. Μετά τον θάνατό του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»